top of page
Search

DNA Στην Εγκληματολογία: Λύση Ή Παγίδα; Γραφεία Ιδιωτικών Ερευνών I.P.I.

Updated: Jan 1, 2021



Στη σύγχρονη εποχή, στον χώρο τέλεσης κάθε εγκλήματος δεδομένη θεωρείται η έλευση των κρατικών αρχών, με σκοπό τον έλεγχο και την αναζήτηση -μεταξύ άλλων- δειγμάτων γενετικού υλικού, ώστε να γίνει προσπάθεια προσδιορισμού των ατόμων που βρέθηκαν εκεί. Αυτή η πρακτική εφαρμόζεται παγκοσμίως, με αδιαμφισβήτητη αποτελεσματικότητα. Τα πορίσματα των αναλύσεων του γενετικού υλικού στο πλαίσιο μίας ποινικής διαδικασίας αποτελούν αντικειμενικά αποδεικτικά μέσα, γι’ αυτό και η σημασία τους κρίνεται καθοριστική. Ωστόσο, η εξιχνίαση εγκλημάτων όχι μόνο δεν γινόταν πάντοτε με χρήση τέτοιων τεχνικών, αλλά οι αστυνομικές αρχές δεν φαντάζονταν καν ότι η επιστήμη της βιολογίας και της γενετικής θα μπορούσε να συμβάλει με οποιονδήποτε τρόπο στην έρευνά τους.


Πώς Εδραιώθηκε Η Αξιοποίηση Του DNA Στην Εξιχνίαση Εγκλημάτων;


Όλα ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1986, στο Leicester της Αγγλίας, με τις βρετανικές αστυνομικές αρχές να έχουν έλθει σε αδυναμία εξιχνίασης δύο βιασμών μετά φόνου, τετελεσμένων το 1983 και το 1986. Έχοντας ήδη προβεί στη σύλληψη ενός 17χρονου υπόπτου για το έγκλημα του 1983, ήλθαν αντιμέτωποι με το δεύτερο περιστατικό, το οποίο απέδιδαν στον δράστη του πρώτου λόγω όμοιου τρόπου τέλεσης. Ωστόσο, ο 17χρονος δεν ομολογούσε τον δεύτερο φόνο, και οι αρχές αδυνατούσαν να τον συνδέσουν με αυτόν. Οι ντετέκτιβ, αντιλαμβανόμενοι το αδιέξοδο, απευθύνθηκαν στον νεαρό τότε Alec Jeffreys, γενετιστή του Πανεπιστημίου του Leicester, ο οποίος κατά το προηγούμενο μόλις έτος είχε δημοσιεύσει την πρωτοποριακή του εργασία σχετικά με τις τεχνικές της σήμανσης. Η μέθοδός του ονομάστηκε από τον ίδιο “αποτύπωμα DNA”, και συνίστατο στην αναγνώριση και ταυτοποίηση υπόπτων με τη βοήθεια της ανάλυσης του γενετικού τους κώδικα. Η υπόθεση τού ανατέθηκε, και εκείνος έφερε το έργο εις πέρας με επιτυχία. Του δόθηκε να αναλύσει δείγμα από σπέρμα που βρέθηκε στα θύματα. Πράγματι, τα ευρήματά του επιβεβαίωσαν ότι και τα δύο εγκλήματα ήταν τετελεσμένα από το ίδιο άτομο – το οποίο, όμως, δεν ήταν ο 17χρονος συλληφθείς. Κατόπιν έρευνας, συλλογής δειγμάτων και εφαρμογής της μεθόδου, ο πραγματικός δράστης εντοπίσθηκε και καταδικάστηκε. Έτσι

ολοκληρώθηκε η ιστορία της πρώτης εφαρμογής της ανάλυσης DNA στην εξιχνίαση εγκλήματος, η οποία οδήγησε τις αρχές στον ένοχο, και χάρισε σ’ έναν αθώο την ελευθερία του. Η μέθοδος σε καμία περίπτωση δεν ακολούθησε απρόσκοπτη πορεία, καθώς πολλά ήταν τα συνταγματικά θέματα που ανέκυψαν. Αναντίρρητα, όμως, έγινε ένα μεγάλο βήμα προόδου στην εξιχνίαση εγκλημάτων.


Διαδικασία Ανάλυσης Και Ταυτοποίησης Του DNA


Ο γενετικός κώδικας -ή, αλλιώς, DNA (δεσοξυριβονουκλεϊκό οξύ)- περιέχει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη βιολογική ανάπτυξη των οργανισμών. Σχηματίζεται από δύο πολυνουκλεοτιδικές αλυσίδες σε μορφή αντιτακτών κλώνων, οι οποίες σχηματίζουν δεξιόστροφη διπλή έλικα. Τις αλυσίδες συνενώνουν ζεύγη αζωτούχων βάσεων (αδενίνη με θυμίνη, και γουανίνη με κυτοσίνη), κάθετα ως προς τον άξονα του μορίου. Η αλληλουχία με την οποία εμφανίζονται τα ζεύγη των βάσεων προσδιορίζει τον γενετικό κώδικα -ή γενετικό προφίλ-, και διαφοροποιείται μεταξύ των οργανισμών. Στον ανθρώπινο οργανισμό, κάθε κύτταρο με πυρήνα περιλαμβάνει ολόκληρο το DNA (γονιδίωμα). Αφού ληφθεί δείγμα από τον χώρο του εγκλήματος -το οποίο δείγμα περιέχεται στα κύτταρα των σωματικών υγρών, των οστών, των δοντιών, των μαλλιών, των νυχιών κ.λ.π.-, και αναλυθεί στο εργαστήριο με την εξειδικευμένη τεχνική της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR), εκκινεί η διαδικασία της ταυτοποίησης. Γίνεται, δηλαδή, σύγκριση του γενετικού προφίλ που προέκυψε από την ανάλυση, με εκείνο που ανήκει στον ύποπτο. Αν δεν ταυτίζονται τα δύο προφίλ, τότε αποκλείεται ο ύποπτος. Αν, όμως, ταυτίζονται, τότε δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αυτός είναι ο δράστης, αλλά απλώς ότι δεν αποκλείεται να είναι αυτός. Σε αυτή την περίπτωση, ακολουθεί μία διαδικασία εξέτασης της συχνότητας εμφάνισης της συγκεκριμένης ταύτισης στον πληθυσμό, και κατά πόσον αυτή η ταύτιση μπορεί να είναι τυχαία. Φυσικά, στην όλη ανάλυση λαμβάνονται υπόψη και παράγοντες όπως η τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε στην ανάλυση, η σπανιότητα του γενετικού προφίλ, και οι μάρτυρες. Αυτό που πρέπει να τονισθεί είναι ότι, βασική προϋπόθεση για να έχει αποτέλεσμα η όλη διαδικασία είναι η διατήρηση από τις αστυνομικές αρχές οργανωμένου αρχείου με δείγματα υπόπτων, ώστε ανά πάσα στιγμή να υπάρχει δυνατότητα για σύγκριση.




Πλεονεκτήματα Και Μειονεκτήματα


Η υπόθεση του συλληφθέντος -αν και αθώου- 17χρονου καταδεικνύει το βασικότερο πλεονέκτημα της παρείσφρησης της γενετικής στην εγκληματολογία, που δεν είναι άλλο από τη δυνατότητα ανεύρεσης της αντικειμενικής αλήθειας σχετικά με την τέλεση ενός εγκλήματος. Η ανθεκτικότητα και, κατά συνέπεια, η μακροβιότητα του DNA είναι τα δύο βασικά χαρακτηριστικά που το ανάγουν σε εύκολα αξιοποιήσιμο στοιχείο σε κάθε υπόθεση, ακόμη και αν έχει περάσει πολύς καιρός από την τέλεση του εγκλήματος. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της σεξουαλικής κακοποίησης ενός ανήλικου κοριτσιού στο Reno της Nevada το 1977, της οποίας ο δράστης ταυτοποιήθηκε το 2000, όταν πλέον η μέθοδος ήταν σε χρήση. Επιπροσθέτως, η μοναδικότητα του DNA -παρά τις όποιες ομοιότητες- δεν αφήνει περιθώρια ως προς την καταδίκη λάθος υπόπτου. Ωστόσο, παρά τα καταφανή πλεονεκτήματα της χρήσης του στη διαλεύκανση εγκλημάτων, η αξιοποίηση του DNA δεν θα μπορούσε να έχει εκφύγει της κριτικής, η οποία επικεντρώνεται σε δύο ζητήματα. Το πρώτο αφορά τη γενίκευση, δηλαδή την περίπτωση της εμφάνισης πανομοιότυπου προφίλ δύο διαφορετικών ατόμων – πιθανότητα εξαιρετικά μικρή, αλλά παρούσα. Το δεύτερο ζήτημα σχετίζεται με τη μεταδοτικότητα του DNA. Συγκεκριμένα, DNA μπορεί να μεταφερθεί από αντικείμενο σε αντικείμενο, με αποτέλεσμα να φτάσει ακουσίως ακόμα και στον χώρο του εγκλήματος ή στο πτώμα. Όπως χαρακτηριστικά έχει τονίσει η Ruth Morgan, διευθύντρια του Κέντρου Δικαστικών Επιστημών του University College London, ειδικά σε άτομα που μοιράζονται την ίδια στέγη είναι πολύ εύκολη η μεταφορά DNA από αντικείμενο σε αντικείμενο, παίρνοντας ως παράδειγμα το πλυντήριο ρούχων. Άλλες επιφυλάξεις που δυναμιτίζουν τη χρήση του DNA στην εγκληματολογία είναι ότι συχνά βρίσκονται αναμεμιγμένα DNA διαφορετικών ανθρώπων, και είναι δύσκολο να διαχωρισθούν. Ακόμη, κάποιοι αφήνουν γενετικό υλικό και άλλοι όχι, πράγμα που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Τέλος, το βασικότερο πρόβλημα είναι ότι και η ανάλυση από μόνη της δεν δίνει απαντήσεις. Δεν αρκεί η ταυτοποίηση για την καταδίκη. Απαιτείται ερμηνεία του αποτελέσματος, καθώς και απάντηση στο ερώτημα πώς το DNA βρέθηκε εκεί, και υπό ποιες συνθήκες. Μόνη η ταυτοποίηση μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνη.

“Η ικανότητά μας να αναλύουμε μπορεί να ξεπεράσει την ικανότητά μας να ερμηνεύουμε”, κατά τον επικεφαλής επιστημονικό σύμβουλο της Κυβέρνησης της Αγγλίας. “η τεχνολογία σου λέει κάτι για την πιθανή πηγή του DNA, αλλά απολύτως τίποτα  για τη δραστηριότητα που εμπλέκεται στο να φτάσει το DNA εκεί που βρέθηκε”, κατά την Sue Pope, ειδικό DNA που εργάστηκε στην υπόθεση, και είναι πλέον συν-διευθύντρια της Principal Forensic Services Ltd.

Πράγματι, το πρόβλημα αυτό αναδεικνύεται μέσω μίας υπόθεσης κατά την οποία συνελήφθη ένας αθώος εξαιτίας του εντοπισμού DNA του σε θύμα ανθρωποκτονίας. Πρόκειται για έναν συνταξιούχο οδηγό ταξί, τον David Butler, ο οποίος κατηγορήθηκε για τον φόνο μίας γυναίκας στο Liverpool, το 2005. Το DNA του, το οποίο βρισκόταν στην εθνική βάση δεδομένων της Βρετανίας από το 1998 εξαιτίας μίας διάρρηξης στο σπίτι του, ταυτοποιήθηκε μερικώς με εκείνο που ανιχνεύθηκε στα αποκόμματα των νυχιών και στο πανωφόρι του θύματος. Το εν λόγω γεγονός, συνδυαζόμενο με την κατάθεση μάρτυρα σχετικά με ένα ταξί που αυτός είδε κοντά στον χώρο του εγκλήματος, οδήγησε τον εισαγγελέα στο να κατηγορήσει τον Butler για τον φόνο. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος παρέμενε άκαμπτος ως προς την αθωότητά του. Σύμφωνα με μία έρευνα που δημοσιεύτηκε από τη Ruth Morgan και τους συνεργάτες της, οι αποφάσεις επί 218 επιτυχών εφέσεων σε Αγγλία και Ουαλία (μεταξύ 2010 και 2016) θεώρησαν τα στοιχεία του DNA παραπλανητικά, αμφισβητώντας τη συνάφεια, την εγκυρότητα ή τη χρησιμότητά τους για την απόδειξη στη δίκη. “Βλέπετε μία παραδοχή ότι ένα προφίλ DNA αποτελεί απόδειξη επαφής -κλεισμένη υπόθεση-, ενώ είναι πολύ πιο πολύπλοκο από αυτό”, αναφέρει η Ruth Morgan.

Γραφεία Ιδιωτικών Ερευνών I.P.I.

Ντετέκτιβ Μαρούσι, Ντετέκτιβ Γλυφάδα, Ντετέκτιβ Χαλανδρι, Ντετέκτιβ Αγία Παρασκευη Στην υπόθεση του Butler, η σημασία περαιτέρω έρευνας για τους παράγοντες που οδήγησαν το DNA του κατηγορουμένου πάνω στο θύμα αποδείχθηκε κρίσιμη. Μεταξύ των δειγμάτων και του DNA του Butler βρέθηκε μόνο μερική αντιστοιχία. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι το θύμα φορούσε βερνίκι νυχιών, το οποίο -σύμφωνα με τη Sue Pope- μπορεί να διατηρήσει περισσότερο DNA για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αφού υπάρχουν περισσότερα πράγματα στο νύχι για να κολλήσει το DNA επάνω τους. Όμως, υπήρχε και ακόμα ένα σημαντικό στοιχείο. Ο κατηγορούμενος είχε λεπτό δέρμα, πράγμα που συνεπάγεται την απώλεια πολύ περισσότερων από το αναμενόμενο κυττάρων από μία απλή επαφή. Η υπεράσπιση, εριδόμενη στα ευρήματα, υποστήριξε ότι τα ίχνη του κατηγορουμένου θα μπορούσαν να έχουν φτάσει στα χέρια και -κατ’ επέκταση- στα ρούχα του θύματος με έναν πολύ απλό και αθώο τρόπο, όπως το να έχει πιάσει το θύμα νομίσματα που πριν είχε αγγίξει ο Butler. Κατόπιν οκτάμηνης προφυλάκισης, τελικά ο κατηγορούμενος αφέθηκε ελεύθερος.


Διεθνές Νομοθετικό Πλαίσιο


Η λήψη γενετικού υλικού από υπόπτους, η αξιοποίησή του για τη διαλεύκανση εγκλημάτων, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αυτό θα πραγματοποιηθεί πιο αποτελεσματικά, δεν θα μπορούσαν να μην έχουν απασχολήσει τη διεθνή έννομη τάξη. Η Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική (Σύμβαση Oviedo) είναι το πρώτο διεθνές νομικά δεσμευτικό κείμενο στον τομέα της βιοηθικής. Αποσκοπεί στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, ρυθμίζοντας ζητήματα που αφορούν την υγειονομική περίθαλψη, την ιατρική έρευνα, τη μεταμόσχευση και τη γονιδιωματική. Η εν λόγω Σύμβαση προβλέπει τη διεθνούς δικαίου αρχή της συναίνεσης, βάσει της οποίας “επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνον αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του. Το πρόσωπο αυτό θα ενημερώνεται εκ των προτέρων καταλλήλως ως προς τον σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί ελεύθερα και οποτεδήποτε να ανακαλέσει τη συναίνεσή του”. Η αρχή αυτή ερείδεται στη θεμελιώδη αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας, η οποία διακηρύσσεται στο Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, και απαγορεύει τη μεταχείριση του ατόμου από τις κρατικές αρχές ως εργαλείου για την άντληση πληροφοριών. Ωστόσο, η αρχή της συναίνεσης δεν είναι απόλυτη – υπό την έννοια ότι θεωρείται ότι παραβιάζεται μόνο όταν οι κρατικές αρχές υπερβαίνουν το εύλογο μέτρο που επιτάσσει η αρχή της αναλογικότητας, της αναγκαιότητας, της απαγόρευσης του υπέρμετρου και του προσήκοντος βαθμού των υπονοιών. Μάλιστα, η ίδια Συνθήκη ρητά ορίζει ότι το δικαίωμα του προσώπου να αρνείται την ανωτέρω επέμβαση υπόκειται σε περιορισμούς, εφόσον “ορίζονται δια νόμου, και είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας, την πρόληψή του εγκλήματος, την προστασία της δημόσιας υγείας ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων”. Επιπλέον, σύμφωνα με το Άρθρο 9 της -μη νομικά δεσμευτικής- Διακήρυξης της UNESCO για το Ανθρώπινο Γονιδίωμα και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, “για να προστατευτούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες, περιορισμοί των αρχών της συναίνεσης και του απορρήτου ορίζονται αποκλειστικώς από τον νόμο, για επιτακτικούς λόγους, εντός των ορίων του δημοσίου διεθνούς δικαίου και του διεθνούς δίκαιου ανθρωπίνων δικαιωμάτων”. Διαφαίνεται, δηλαδή, η δυνατότητα λήψης γενετικού υλικού ανεξάρτητα από τη συναίνεση του ενδιαφερομένου. Ακόμη, βάσει της τέταρτης αρχής της Σύστασης του Συμβουλίου της Ευρώπης, το νομοθετικό πλαίσιο της λήψης δειγμάτων γενετικού υλικού χωρίς τη συναίνεση του υπόπτου “αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη, υπό την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο απαιτείται από τις περιστάσεις της σχετικής υπόθεσης”. Παρά τον μη δεσμευτικό τους χαρακτήρα, οι παραπάνω ρυθμίσεις συνιστούν για το ΕΔΔΑ χρήσιμο ερμηνευτικό μέσο των Άρθρων 3 και 8 της ΕΣΔΑ, επί υποθέσεων όπου κράτη-μέλη ενάγονται για παραβιάσεις της λόγω απόσπασης δειγμάτων DNA χωρίς την απαιτούμενη συγκατάθεση. Τέλος, η ανάγκη για καλύτερη αξιοποίηση των ληφθέντων δειγμάτων οδήγησε στη σύναψη της Συνθήκης του Prum -ή, αλλιώς, “Schengen ΙΙΙ”-, όπου προβλέπεται η άμεση πρόσβαση των αρχών κάθε κράτους-μέλους στις εθνικές βάσεις δεδομένων DNA και δακτυλικών αποτυπωμάτων των άλλων κρατών-μελών. Το Σύστημα Πληροφοριών Schengen (Schengen Information System, S.I.S.) είναι ένα κοινό ηλεκτρονικό αρχείο δεδομένων το οποίο περιέχει πληροφορίες που καταχωρούν τα κράτη. Αποτελείται από δύο κατηγορίες πληροφοριών: η πρώτη αφορά καταζητούμενα πρόσωπα, ενώ η άλλη αναζητούμενα οχήματα ή αντικείμενα. Οι στόχοι που έχουν τεθεί από την εν λόγω Συνθήκη είναι η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η ανταλλαγή δεδομένων κατά τη διάρκεια σημαντικών διοργανώσεων, η δημόσια τάξη και ασφάλεια, καθώς και η πρόληψη και καταστολή της παράνομης μετανάστευσης.


Τάσεις


Στις Η.Π.Α. αναπτύσσεται μια νέα μέθοδος ταυτοποίησης μέσω ανάλυσης πρωτεϊνών από τις τρίχες, αντί γενετικού υλικού. Παρά την ευρεία χρήση του DNA σε διάφορους κλάδους, περιπτώσεις ακραίων εξωτερικών συνθηκών μπορούν να το καταστήσουν ανώφελο, την ίδια στιγμή που οι πρωτεΐνες παρουσιάζουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα – αποτυπώνοντας, μάλιστα, ένα μοναδικό προφίλ για κάθε άνθρωπο. Σύμφωνα με σχετική δημοσίευση στο περιοδικό PLoS One, διαπιστώθηκε -κατόπιν πειράματος- ότι οι πρωτεΐνες μπορούν να εμφανίσουν “αποτύπωμα”, όπως το DNA. Η μέθοδος ακόμα βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο, αφού δεν αρκεί μόνο μία τρίχα για την ταυτοποίηση, τη στιγμή που συχνά δεν εντοπίζονται περισσότερες στον τόπο του εγκλήματος. Αδιαμφισβήτητα, ωστόσο, η νέα ανακάλυψη είναι πολλά υποσχόμενη, και ενδέχεται να συμβάλει αποφασιστικά στον τρόπο εξιχνίασης των εγκλημάτων.


Πηγές:


Απόφοιτος Νομικής Σχολής Αθηνών. Μεταπτυχιακές σπουδές στο "Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο" στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πρακτική άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών. Συμμετοχή στον Εθνικό Διαγωνισμό Εικονικής Δίκης 2015 και στο ICC Moot Court 2016.


Γραφεία Ιδιωτικών Ερευνών I.P.I.

Ντετέκτιβ Μαρούσι, Ντετέκτιβ Γλυφάδα, Ντετέκτιβ Χαλανδρι, Ντετέκτιβ Αγία Παρασκευη

129 views0 comments
bottom of page